εὐπειθῶς

εὐπειθῶς
εὐπειθής
ready to obey
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ευπειθής — ές (ΑΜ εὐπειθής, ές, Α και εὐπιθής) αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός νεοελλ. (το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή ευπειθέστατος, η με μεγάλη προθυμία, με …   Dictionary of Greek

  • благомилованьѥ — БЛАГОМИЛОВАНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Милосердие, мягкость: [бояре и начальники] словомъ истѩзаеми им же должни есте гл҃ти и творити. Послушающе и покарѩющесѩ на бл҃гомилованье. и на бл҃годвiженье прилежаще. (πρὸς τὸ εὐπειϑῶς) ФСт XIV, 205в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επιπειθής — ἐπιπειθής, ές (Α) [επιπείθομαι] ευπειθής, υπάκουος. επίρρ... ἐπιπειθῶς ευπειθώς …   Dictionary of Greek

  • πειθήνιος — α, ο / πειθήνιος και δωρ. τ. πειθάνιος, ον, ΝΜΑ (για υποζύγιο) αυτός που υπακούει, που πείθεται στα ηνία, στο χαλινάρι, αυτός που εύκολα χαλιναγωγείται («πρᾱον ἵππον καὶ πειθήνιον παρασχεῑν», Πλούτ.) νεοελλ. τυφλά υπάκουος, άκριτα πειθαρχικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”